Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η διάταξη

  • 1 διάταξη

    [-ις (-εως)] η
    1) приведение в порядок; размещение; расположение, расстановка; 2) статья, положение (закона, конституции); параграф, пункт, раздел (документа); 3) распоряжение, предписание, приказ; 4) воен, диспозиция;

    διάταξη μάχης — боевой порядок;

    § ημερησία διάταξη — повестка дня, (рас)порядок дня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διάταξη

  • 2 διάταξη

    [диатакси] ουσ. Θ. порядок

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάταξη

  • 3 διάταξη

    [диатакси] ουσ θ порядок.

    Эллино-русский словарь > διάταξη

  • 4 αποσύρω

    (αόρ. απόσυρα и απέσυρα) μετ.
    1) оттаскивать назад; убирать; удалять;

    αποσύρω τα χώματα από τον δρόμο — убрать землю с дороги;

    2) прям., перен. брать обратно, забирать; снимать, отменять;

    αποσύρω χρήματα από το ταμιευτήριο — снять деньги со сберкнижки;

    αποσύρω αγωγήν — прекращать иск;

    αποσύρω τα παιδιά μου από το σχολείο — забирать детей из школы;

    αποσύρω την πρόταση μου — снимать своё предложение;

    αποσύρω τό θέμα απ' την ημερήσια διάταξη — снимать вопрос с повестки дня;

    αποσύρω την υποψηφιότητα μου — отвести свою кандидатуру, сделать самоотвод;

    3) отзывать, отводить (войска и т. п.);

    αποσύρομαι

    1) — удаляться; — отходить; — уходить;

    αποσύρομαι στο δωμάτιο μου — уходить в свою комнату;

    αποσύρομαι στην επαρχία — удаляться в провинцию;

    αποσύρομαι γιά ύπνο — отходить ко сну;

    2) отступать, отходить (о войсках);
    3) оставлять (работу и т. п.), отходить от дел

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποσύρω

  • 5 εισέρχομαι

    (αόρ. εισήλθα и εισήλθον) αμετ.
    1) входить; вступать; проникать (тж. перен.);

    εισέρχομαι εις την πόλιν — входить в город;

    εισέρχομαι στην ουσία τού ζητήματος — вникать в суть дела;

    2) вступать, поступать (куда-л.);

    εισέρχομαι στο πανεπιστήμιο — поступать в университет;

    εισέρχομαι σε δημόσια υπηρεσία — поступать на государственную службу;

    εισέρχομαι στη Βουλή — становиться депутатом парламента;

    3) приступать (к чему-л.); переходить, обращаться (к чему-л. другому);

    εισέρχομαι στην ημερησία διάταξη — переходить к повестке дня;

    4) перен. вступить (в какую-л. пору); достигать (какого-л. возраста);
    εισήλθε πλέον εις την ώριμον ηλικίαν он уже вступил в зрелый возраст; εισήλθαμε στο φθινόπωρο наступила осень

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εισέρχομαι

  • 6 εξαντλώ

    (ε) μετ.
    1) прям., перен. исчерпывать, истощать;

    εξαντλώ τα αποθέματα — истощать запасы;

    εξαντλώ την ημερησία διάταξη — исчерпать повестку дня;

    2) истощать, изнурять;

    εξαντλούμαι прям., перен. — исчерпываться, истощаться, иссякать;

    εξαντλήθηκε από την πείνα — он изнурён голодом;

    εξαντλήθηκε η υπομονή μου — моё терпение иссякло;

    η πρώτη εκδοση εξαντλήθηκε — первое издание распродано, разошлось;

    τό δικαστήριο εξήντλησε όλη την επιείκεια του суд проявил предельную снисходительность

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξαντλώ

  • 7 ημερήσιος

    ία, ο[ν]
    1) ежедневный;

    ημερήσία έξοδα — ежедневные расходы;

    η ημερήσία των Αθηνών «Το Βήμα» — афинская ежедневная газета «Вима»;

    2) будничный, обыденный;
    3) дневной, происходящий днём;

    ημερήσία εργασία — дневная работа;

    4) дневной, однодневный, суточный;

    ημερήσία μερίδα — суточный рацион;

    ημερήσία πορεία — суточный, дневной переход, марш;

    ημερήσία κίνηση της γης — суточное вращение Земли;

    ημερήσία αποζημίωση — суточные (о деньгах);

    § ημερήσία διάταξη — повестка дня;

    ημερήσία διαταγή — воен, приказ по части

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ημερήσιος

См. также в других словарях:

  • διάταξη — η 1. διευθέτηση, τακτοποίηση: Η διάταξη των γραφείων στον όροφο άφηνε μεγάλο διάδρομο μεταξύ τους. 2. παράταξη στρατεύματος: Στην παρέλαση ο στρατός εμφανίζεται σε διάταξη πορείας. 3. διάταγμα κάποιας αρχής: Οι συγκεντρώσεις απαγορεύθηκαν με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάταξη — Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία. (Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν …   Dictionary of Greek

  • διατάξη — διάταξις disposition fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάξῃ — διατάξηι , διάταξις disposition fem dat sg (epic) διατάσσω appoint aor subj mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg διατάσσω appoint fut ind mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj mid 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 3rd sg διατάσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρόμετρο — Διάταξη με την οποία μετριέται η σχετική και η απόλυτη υγρασία του αέρα. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός, ότι υπό την αυτή θερμοκρασία το νερό εξατμίζεται με ταχύτητα που εξαρτάται από την υγρομετρική κατάσταση του αέρα με τον οποίο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αμορτισέρ — Διάταξη με προορισμό την ολική ή μερική απόσβεση κραδασμών που προέρχονται από κανονικές και μη κινήσεις των μηχανικών συστημάτων. (Ο όρος είναι γαλλικός, amortisseur, και αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους αποσβεστήρας κραδασμών, αποσβεστήρας …   Dictionary of Greek

  • δίπολο — Διάταξη που αποτελείται από δύο φυσικές σημειακές οντότητες, οι οποίες θα αλληλοεξουδετερώνονταν, αν ήταν τοποθετημένες στο ίδιο σημείο. Στο δ. έχουν καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, προφανώς διάφορη της μηδενικής. Το απλούστερο ηλεκτρικό δ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρογεννήτρια — Διάταξη που χρησιμοποιείται για τον μετασχηματισμό οποιασδήποτε μορφής ενέργειας (μηχανικής, θερμικής κλπ.) σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι η. ονομάζονται και ηλεκτρομηχανικές γεννήτριες, αλλά με την ευρύτερη έννοια ο όρος η. περιλαμβάνει τις… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδόχος — Διάταξη αγωγών που χρησιμεύει για την ανανέωση του ατμοσφαιρικού αέρα μέσα σε κλειστούς χώρους (στοές ορυχείων, διαμερίσματα πλοίων, αποθήκες υπόγειες ή χωρίς παράθυρα κλπ.). Το κάτω μέρος του αγωγού απολήγει σε πολλές εξόδους, μία για κάθε… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικό πυροβόλο — Διάταξη παραγωγής δέσμης από ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας βασικό τμήμα του κινησιοσκοπίου. Βλ. λ. κινησιοσκόπιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»